περιπλέον — Ν 1. επίρρ. περισσότερο από το πρέπον ή το κανονικό, επί πλέον, ως εκ περισσού 2. ως ουσ. το περιπλέον καθετί που υπερβαίνει ένα καθορισμένο μέτρο, περίσσευμα, πλεόνασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ουδ. περιπλέον τού περίπλεος] … Dictionary of Greek
περιπλέον — περιπλέω sail pres part act masc voc sg (epic doric ionic aeolic) περιπλέω sail pres part act neut nom/voc/acc sg (epic doric ionic aeolic) περιπλέω sail pres part act masc voc sg περιπλέω sail pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek